- βουδ(δ)ιστής
- ο , βουδ(δ)ίστρια η буддист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νιτσεϊστής — ο, θηλ. νιτσεΐστρια οπαδός τών θεωριών τού Νίτσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νίτσε + κατάλ. ιστής (πρβλ. βουδ ιστής)] … Dictionary of Greek